- τεθλασμένος
- η , ο[ν] сломанный;
§ τεθλασμένη (γραμμή) — ломаная линия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τεθλασμένη (γραμμή) — ломаная линия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεθλασμένος — η, ο, Ν το θηλ. ως ουσ. η τεθλασμένη μαθημ. συνεχής γραμμή που αποτελείται από διαδοχικά ευθύγραμμα τμήματα με διαφορετική κατεύθυνση το καθένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτχ. παθ. παρακμ. τεθλασμένος τού ρ. θλῶ] … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
ημίκλαστος — η, ο (Α ἡμίκλαστος, ον) νεοελλ. φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση αρχ. τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλαστος (< κλω), πρβλ … Dictionary of Greek
ημισύθλαστος — ἡμισύθλαστος, ον (Α) κατά το ήμισυ τεθλασμένος, μισοσπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + θλαστός (< θλω «σπάω»), πρβλ. εύ θλαστος, κεφαλό θλα στος] … Dictionary of Greek
συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… … Dictionary of Greek
ՋԱԽՋԱԽ — ( ) NBH 2 0668 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c ա. ՋԱԽՋԱԽ կամ ՋԱՂՋԱԽ. Որպէս ջախջախեալ. ջախեալ. մանրեալ. խորտակեալ. τεθλασμένος, συντριβόμενος, συντριβής contusus, contritus, fractus. կոտրտած. ... *Յուսացեալ ես ʼի ցուպն եղեգնեայ ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)